κωλώνω

κωλώνω
1. μετ. вынуждать отступить (кого-л.);
2. αμετ. 1) отступать, пятиться; 2) перен. пасовать перед трудностями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κωλώνω" в других словарях:

  • κωλώνω — κωλώνω, κώλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… …   Dictionary of Greek

  • κωλώνω — κώλωσα, κωλωμένος 1. οπισθοδρομώ, κάνω πίσω. 2. κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον γυρίζω πίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κώλωμα — το [κωλώνω] 1. βάδισμα προς τα πίσω, οπισθοχώρηση 2. σταμάτημα εμπρός σε εμπόδιο …   Dictionary of Greek

  • κώλωση — η [κωλώνω] κώλωμα …   Dictionary of Greek

  • κολώνω — βλ. κωλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»